- ὀλύρας
- ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυραrice-wheatfem acc plὀλύ̱ρᾱς , ὄλυραrice-wheatfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγειοσυσταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν συστολή στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα να μικραίνει η διάμετρός τους. Η βασική κατηγορία α. είναι τα συμπαθομιμητικά φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στις εξής ομάδες: 1 … Dictionary of Greek
CYLLASTIS — apud Aristophanem in Danaidibus, apud Athenaeum, l. 3. Καὶ τὸν κυλλάςτιν φθέγγου, καὶ τὸν Πετόσιριν.. Et Cyllastim loguere, et Petosirim: Hesychio Κυλλάςτις itidem, Herodoto Κολλῆςτις, Polluci Καλλιςτής, panis fuit apud Aegyptios genus, εἰς ὀξὺ… … Hofmann J. Lexicon universale
εργοτοξίνη — η ομάδα από δέκα αλκαλοειδή τής ερυσιβώδους ολύρας … Dictionary of Greek
ολυροπράτης — ὀλυροπράτης, ὁ (Α) έμπορος όλυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο πράτης] … Dictionary of Greek